αμαθήτευτος

αμαθήτευτος
-η, -ο
αυτός που δε μαθήτεψε, δε διδάχτηκε: Το παιδί ως τα τώρα ήταν αμαθήτευτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμαθήτευτος — η, ο [μαθητεύω] 1. αυτός που δεν μαθήτευσε κάπου, ο αδίδακτος 2. που δεν μαθεύτηκε, δεν κοινολογήθηκε «μυστικό αμαθήτευτο» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”